Αφιερωμένο φέτος , στα «100 χρόνια Μάνος Χατζιδάκις» το ημερολόγιο του Μέντορα μπορείτε να το κατεβάσετε σε υψηλή ανάλυση εδώ!
Καλή Χρονιά !!
Αντισυμβατικός, επαναστατικός και αεικίνητος νους, ο Μάνος Χατζιδάκις θέλησε να σπάσει το κατεστημένο.
Η μεγαλύτερη μουσική ιδιοφυΐα της Ελλάδας, ο Μάνος Χατζιδάκις, γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου του 1925 στην Ξάνθη, «τη διατηρητέα κι όχι την άλλη, τη φριχτή, που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους εσωτερικούς της ενδοχώρας μετανάστες», όπως έλεγε και ο ίδιος. Ο Μάνος (Εμμανουήλ) Χατζιδάκις (Ξάνθη, 23 Οκτωβρίου 1925 – Αθήνα, 15 Ιουνίου 1994) ήταν κορυφαίος Έλληνας συνθέτης και ποιητής. Είναι Βραβευμένος με Βραβείο Όσκαρ. Θεωρείται ο πρώτος που συνέδεσε με το έργο του, θεωρητικό και συνθετικό, τη λόγια μουσική με τη λαϊκή μουσική παράδοση. Πολλά από τα εκατοντάδες έργα του αναγνωρίζονται σήμερα ως κλασικά.
Όταν ο πατέρας του σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα ο Μάνος μετακόμισε με τη μητέρα του και την αδερφή του στην Αθήνα. Το ξέσπασμα του πολέμου και αργότερα η κατοχή έφερε τη μέχρι τότε ευκατάστατη οικογένεια, αντιμέτωπη με τη φτώχεια. Ο Χατζιδάκις αναγκάστηκε να κάνει δουλειές του ποδαριού για να συνδράμει οικονομικά στα έξοδα του σπιτιού. Εργάστηκε στο εργοστάσιο Φιξ, στο λιμάνι του Πειραιά και ως βοηθός νοσοκόμος στο στρατιωτικό νοσοκομείο. Το πρώτο του μουσικό κοινό ήταν οι τραυματισμένοι φαντάροι που είχαν επιστρέψει από το αλβανικό μέτωπο.
Η πρώτη εμφάνιση του Χατζιδάκι ως συνθέτη πραγματοποιείται το 1944, σε ηλικία 19 ετών, με τη συμμετοχή του στο έργο “Τελευταίος Ασπροκόρακας” του Αλέξη Σολομού. Η τραγωδός Μαρίκα Κοτοπούλη αναθέτει στον Χατζιδάκι τη σύνθεση της μουσικής για τις “Χοηφόρους” (1950). Το γεγονός αυτό αποτελεί την απαρχή της ενασχόλησης του Χατζιδάκι με το αρχαίο δράμα. Το 1957 ξεκινά μία περίοδος έντονης δημιουργικής δράσης. Ο Χατζιδάκις συνθέτει ασταμάτητα για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Το 1961 κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού για το τραγούδι “Τα παιδιά του Πειραιά”. Η βράβευση αυτή του έδωσε παγκόσμια δημοσιότητα, την οποία ο Χατζιδάκις προσπάθησε να αποφύγει με κάθε τρόπο, θεωρώντας ότι του στερούσε τη δυνατότητα να διαμορφώσει ο ίδιος την σχέση του με τον ακροατή του.
Η πολυεπίπεδη δραστηριοποίηση του Χατζιδάκι στο χώρο της τέχνης και οι παρεμβάσεις του στα κοινά αυτήν την περίοδο κορυφώνονται. Διορίζεται αναπληρωτής γενικός διευθυντής της Λυρικής Σκηνής το διάστημα 1975 – 1977 ενώ την περίοδο 1975 – 1982 αναλαμβάνει καθήκοντα Διευθυντή της Κρατικής Ορχήστρας καθώς και Διευθυντή του κρατικού ραδιοσταθμού Τρίτο Πρόγραμμα. Η παρουσία του στο Τρίτο Πρόγραμμα αποτελεί μέχρι σήμερα σημείο αναφοράς για την ποιότητα και τις ιδέες στην ελληνική ραδιοφωνία.
Η κριτική του στα κοινά δεν γνώριζε χρώματα γεγονός που τον έκανε ευάλωτο στη διασπορά ψευδών χαρακτηρισμών για την προσωπικότητά του. Ήταν θα πούμε ένας ενεργός πολίτης που στηλίτευε την αδικία απ’όπου και αν αυτή προερχόταν.
Ο Μάνος Χατζιδάκις πέθανε στις 15 Ιουνίου του 1994 από οξύ πνευμονικό οίδημα και ετάφη στην Παιανία.
Μερικοί από τους προβληματισμούς που μοιράστηκε μαζί μας :
«Και πρώτα απ’ όλα τι εννοούμε λέγοντας παιδεία; Την πληροφορία, την τεχνική, το δίπλωμα εξειδίκευσης που εξασφαλίζει γάμο, αυτοκίνητο κι ακίνητο, με πληρωμή την πλήρη υποταγή του εξασφαλισθέντος ή την πνευματική και ψυχική διάπλαση ενός ελεύθερου ανθρώπου, με τεχνική αναθεώρησης κι ονειρικής δομής, με αγωνία απελευθέρωσης και με διαθέσεις μιας ιπτάμενης φυγής προς τ ‘άστρα;»
«Ο νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός και κάθε αντικοινωνικό και αντιανθρώπινο φαινόμενο συμπεριφοράς δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει ιδεολογία, δεν συνθέτει ιδεολογία. Είναι η μεγεθυμένη έκφραση- εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξή του, όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενισχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του.»
«Η μόνη αντιβίωση για την καταπολέμηση του κτήνους που περιέχουμε είναι η Παιδεία. Η αληθινή παιδεία και όχι η ανεύθυνη εκπαίδευση και η πληροφορία χωρίς κρίση και χωρίς ανήσυχη αμφισβητούμενη συμπερασματολογία. Αυτή η παιδεία που δεν εφησυχάζει ούτε δημιουργεί αυταρέσκεια στον σπουδάζοντα, αλλά πολλαπλασιάζει τα ερωτήματα και την ανασφάλεια. Όμως μια τέτοια παιδεία δεν ευνοείται από τις πολιτικές παρατάξεις και από όλες τις κυβερνήσεις, διότι κατασκευάζει ελεύθερους και ανυπότακτους πολίτες μη χρήσιμους για το ευτελές παιχνίδι των κομμάτων και της πολιτικής. Κι αποτελεί πολιτική «παράδοση» η πεποίθηση πως τα κτήνη, με κατάλληλη τακτική και αντιμετώπιση, καθοδηγούνται, τιθασεύονται.»